Διαβάσαμε πρόσφατα ένα ενδιαφέρον άρθρο της LIFO που δείχνει πόσο μεγάλη είναι η τάση χρήσης μωσαϊκών δαπέδων τα τελευταία χρόνια. Εκτός από την ανάδειξη παλιών δαπέδων σε πολυκατοικίες της Αθήνας, το μωσαϊκό και το τσιμεντένιο δάπεδο αποτελούν την τάση της εποχής.
Προϊόντα και λύσεις της marblecare στοχεύουν στην εφαρμογή, την αξιοποίηση και το γυάλισμα τσιμεντένιων δαπέδων και μωσαϊκών:
https://www.marblecare.gr/texnikes-efarmoges/gialismeno-tsimento/
Μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο στη σελίδα.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα:
Σφυρήλατες μεταλλικές εξώθυρες, κλιμακοστάσια με ξύλινες κουπαστές, νεροχύτες από μάρμαρο και τσιμεντένια κλώστρα γίνονται αντικείμενα παρατήρησης, συχνά μέσα από τους εξιδανικευτικούς φακούς της νοσταλγίας. Πλάι σε αυτά και τα μωσαϊκά, τα οποία απλώθηκαν στις κατόψεις των κτιρίων την περίοδο της μεγάλης ανοικοδόμησης. Περνώντας από την απαξίωση και τον αισθητικό ευτελισμό, έφτασαν έως τις ημέρες μας, όπου μια νέα εποχή φαίνεται να ξεκινάει, αυτή της εκ νέου εκτίμησής τους.
Κάτι φθηνό, ανθεκτικό, ανθρώπινο και μοντέρνο
Τα μωσαϊκά, οικεία ήδη από τον νεοκλασικισμό και τον 18ο αιώνα, ενσωματώθηκαν στα κτίρια του μοντέρνου κινήματος και έγιναν μέρος του λεξιλογίου του. Σταδιακά, κυριάρχησαν στη μεταπολεμική ελληνική αρχιτεκτονική και η μοναδικότητά τους αναπτύχθηκε στα δημόσια κτίρια, στις εισόδους, στους κοινόχρηστους χώρους και στα ισόγεια καταστήματα των πολυκατοικιών, στα διαμερίσματα και στα μπαλκόνια τους.
Γιατί, όμως, αυτό το γνώριμο, παλιό υλικό αξιοποιήθηκε, και μάλιστα σε αυτόν τον βαθμό, από το μοντέρνο κίνημα του εικοστού αιώνα που αμφισβήτησε σχεδόν όλα όσα ξέραμε για την αρχιτεκτονική, συστήνοντας την απλότητα, την καθαρότητα και τη γεωμετρική αφαίρεση; Από τις συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν για τη συγγραφή αυτού του κειμένου, τρεις διαφορετικοί λόγοι ξεχωρίζουν.
Από την αρχή της νέας δεκαετίας είναι εμφανές πλέον ότι τα μωσαϊκά επαναξιολογούνται, την ώρα που τεχνίτες τα απαλλάσσουν από το θόλωμα που απέκτησαν με την πάροδο του χρόνου. Με σαφήνεια μπορεί να διατυπωθεί πως τελικά πέτυχαν και πάλι να είναι ορατά και η φήμη τους αποκαθίσταται μαζί με τις επιφάνειές τους.
Ο πρώτος είναι ότι το μωσαϊκό υπήρξε ένα ιδιαίτερα ανθεκτικό υλικό, του οποίου η τιμή ήταν χαμηλή σε σχέση με την ποιότητά του. Για την κατασκευή του, οι τεχνίτες χρησιμοποιούσαν θραύσματα, τη φύρα από τα λατομεία που ίσως δεν θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν αλλιώς. Όπως υποστηρίζει και ο Κώστας Τσιαμπάος, αρχιτέκτονας και επίκουρος καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ, το να μην πετάς υλικά αποτελεί ένα διαχρονικό ζητούμενο για την αρχιτεκτονική.
Ένας δεύτερος λόγος είναι η ευελιξία του. «Σου δίνει ελευθερία να κάνεις ό,τι θες» αναφέρει ο κ. Τσιαμπάος, υποστηρίζοντας πως με τα μωσαϊκά μπορούν να στρωθούν ακόμα και περίεργες κατόψεις, ενώ δεν μπαίνουν όρια στη φαντασία, καθώς η επιλογή, τόσο των υλικών όσο και των χρωμάτων, έχει τεράστιο εύρος. Έτσι, από τα μωσαϊκά προέκυπταν πρωτότυπα δάπεδα, διαφόρων χρήσεων, χωρίς αρμούς.
Πέρα από οικονομικούς και πρακτικούς λόγους, όμως, ήταν η αισθητική και η αίσθηση που δίνει το μωσαϊκό που το κατέστησαν δημοφιλές κατά την «άνοιξη» της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Η Ματίλντα Μπεράχα, αρχιτέκτονας που δραστηριοποιείται στην Αθήνα από το 1991, κάνει λόγο για ένα ειλικρινές, γοητευτικό και συνάμα μη πολυτελές υλικό που κατάφερε να εκφράσει τη λιτότητα του μοντέρνου κινήματος.
«Δεν είναι απλώς ένα υλικό αλλά μια κουλτούρα και μια αρχιτεκτονική έκφραση» υποστηρίζει από την πλευρά του ο επίσης αρχιτέκτονας Διονύσης Σοτοβίκης, δημιουργός του αρχιτεκτονικού γραφείου Workshop, προσθέτοντας πως το μωσαϊκό έχει κάτι το ανθρώπινο, καθώς ένας τεχνίτης σκόρπιζε με το χέρι τις πέτρες αυτές στην κάτοψη.
Μάρμαρα, ξύλα και ποιότητες μωσαϊκών
Αδιαμφισβήτητα, το μωσαϊκό, για σχεδόν μισό αιώνα, κατάφερε να αποτελέσει βασικό στοιχείο πολλών κτιρίων, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ανταποκρινόμενο σε διαφορετικές ή και ετερόκλητες ανάγκες. «Πέρα από αισθητικές προτιμήσεις ή μόδες, το μωσαϊκό αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ταυτότητας του αθηναϊκού διαμερίσματος» αναφέρει η αρχιτέκτονας Θάλεια Νινιού από το αρχιτεκτονικό γραφείο 4Κ, προσθέτοντας πως το συναντάμε στις περισσότερες πολυκατοικίες του ευρύτερου κέντρου.
Ωστόσο, το μωσαϊκό ούτε μονοπώλησε τις κατόψεις ούτε παρέμεινε ποιοτικά αμετάβλητο. Κοιτώντας το σε συνάρτηση με άλλα υλικά των πατωμάτων της εποχής, διαπιστώνει κανείς πως αποτελούσε μια οικονομικότερη εναλλακτική έναντι του μαρμάρου, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις εισόδους των πολυκατοικιών. Και στο εσωτερικό των διαμερισμάτων όμως το μωσαϊκό έπρεπε να αναμετρηθεί με έναν ακόμα ανταγωνιστή, το ξύλο. «Στα πιο ακριβά διαμερίσματα, το ξύλο ήταν κυρίαρχο. Το μωσαϊκό έμπαινε σε δευτερεύοντες χώρους» αναφέρει ο κ. Τσιαμπάος, προσθέτοντας πως η χρήση του σε κυρίως χώρους παρατηρείται σε οικονομικότερες κατασκευές.
Όμως και εδώ οι διαφορετικές ποιότητες των μωσαϊκών περιπλέκουν την εικόνα. Οριοθετημένα με μαρμάρινα περιγράμματα, περίτεχνα σχέδια ή ακόμα και με φίλντισι, τα μωσαϊκά αποκτούσαν επιπλέον αξία ανάλογα με τα πρόσθετα, το μέγεθος και τη σκληρότητα των ψηφίδων. Συγχρόνως, μια ακόμα φθηνότερη εκδοχή τους τοποθετείται σε βοηθητικούς χώρους, όπως αποθήκες ή πάρκινγκ, ή χρησιμοποιείται ως υπόστρωμα: το γαρμπιλομωσαϊκό.
«Ο τεχνίτης πρέπει να έχει πείρα»
Πέρα από την ποιότητα των επί μέρους υλικών, οι τεχνίτες έπαιζαν πρωτεύοντα ρόλο στο στρώσιμό τους. «Ήθελες έναν καλό τεχνίτη για να φτιάξεις ένα καλό μωσαϊκό» συνοψίζει ο κ. Σοτοβίκης. Η άποψή του φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από ένα κείμενο σε «Οδηγό Κατοικίας» του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας που εκδόθηκε το 1980, μια εποχή που η απαξίωση του μωσαϊκού ήταν πρόδηλη.
«Ο τεχνίτης που τα φτιάχνει πρέπει να έχει πείρα για να μπορεί να στρώνει ομοιόμορφα σε όλη την επιφάνεια τις ψηφίδες των διαφόρων χρωμάτων» αναφέρεται στην έκδοση. «Το κονίαμα πρέπει να περιέχει πολύ τσιμέντο. Κατά την κατασκευή, η συνολική επιφάνεια πρέπει να χωρίζεται σε τμήματα (…) με αρμούς διαστολής (…). Μετά από αυτό η εμφάνισή του εξαρτάται από το καλό τρίψιμο».
Πηγή: www.lifo.gr
Δεν υπάρχουν Σχόλια